- απονάρκωση
- [-ις (-εως)] η усыпление; одурманивание (тж. перен. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απονάρκωση — η (Α ἀπονάρκωσις) πλήρης μέχρι αναισθησίας νάρκωση … Dictionary of Greek
απονάρκωση — η η ως την αναισθησία νάρκωση, το αποκοίμισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναισθητίζω — προκαλώ απονάρκωση των αισθήσεων με κατάλληλα φάρμακα, ναρκώνω, υπνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος. ΠΑΡ. αναισθήτιση] … Dictionary of Greek
απονάρκησις — ἀπονάρκησις, η (Α) απονάρκωση … Dictionary of Greek
αποτελμάτωση — η 1. στασιμότητα, έλλειψη εξέλιξης 2. πνευματική αδράνεια, απονάρκωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποτελματώνω, τελματώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις ως απόδοση του γαλλ. stagnation] … Dictionary of Greek
αποχαύνωση — η η απονάρκωση των διανοητικών λειτουργιών και δυνάμεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποχαυνώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Ι. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
αποναρκωτικός — ή, ό οκατάλληλος για απονάρκωση: Του δωσαν μεγάλη δόση αποναρκωτικού και δεν μπορούσαν να τον ξυπνήσουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποχαύνωση — η η απονάρκωση των διανοητικών μας δυνάμεων: Τώρα τελευταία το παιδί έχει πάθει μιαν αποχαύνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)